- μαλικιανές
- ο(επί τουρκοκρατίας) ακίνητο κτήμα που παραχωρούνταν σε αξιωματικούς ή δημόσιους υπαλλήλους ως ιδιοκτησία τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. malikane].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek